Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ανήτινος — ἀνήτινος, η, ον (Α) βλ. ανήθινος … Dictionary of Greek
ανήθινος — ἀνήθινος και ἀνήτινος, η, ον (AM) κατασκευασμένος με άνηθο ή από άνηθο (για στεφάνια, κρασί, ποτά, φάρμακα) … Dictionary of Greek